-
1 παρα-γράφω
παρα-γράφω, 1) daneben, dabei schreiben, hinzusetzen, ἰὼν παρέγραψε πλησίον, Ar. Vesp. 99; Plat. Legg. VI, 785 a; Dem. 52, 4; ἀξιῶ σε ἢ πατρὸς ἄλλου σαυτὸν παραγράφειν, d. i. daß du dich auf einen andern Vater einschreibst, oder eines andern Vaters Namen zu dem deinigen hinzuschreibst, 39, 31; so auch die παραγεγραμμένοι νόμοι 18, 111; vgl. Aesch. 3, 200; Dem. sagt 20, 98 ἐξαπάτης εἵνεκα παραγεγράφϑαι τοῠτον τὸν νόμον; ib. 99 οἱ ϑεσμοϑέται τοῦτον ὑμῖν παρέγραψαν, wo das Entgegenstellen eines Gesetzes gegen ein anderes damit bezeichnet ist. – Bei den Gramm. auch = nachahmen, τὸ Ὁμηρικὸν παραγράφει, Schol. Ap. Rh. 1, 1026; vgl. Schäf. schol. Par. Ap. Rh. 3, 158. 876; – Sp. auch = endigen, aufheben, τὰ πρὸς Ἀντίγονον ὑπάρχοντα φιλάνϑρωπα παρεγράφη, Pol. 9, 31, 5; – betrügen, τοὺς δανειστάς, Synes. – 2) med. παραγράφεσϑαι, mit und ohne γραφήν, gegen eine Klage eine Exception machen, den Einwand machen, daß sie nicht stattfinden könne, παραγεγραμμένος μὴ εἰςαγώγιμον εἶναι τὴν δίκην, Dem. 32, 1. 28, vgl. 21, 107; ἐξεῖναι τῷ φεύγοντι παραγράψασϑαι, Isocr. 18, 2. – Auch abschreiben lassen, solche Gesetze, die der Redner anführt, ὅσους (νόμους) ἐκ τῶν φονικῶν νόμων παρεγραψάμ ην, Dem. 23, 51; vgl. 63; – verwerfen, verachten, Sp., wie Schol. Soph. O. R. 908.
-
2 αναδεχομαι
ион. ἀναδέκομαι (aor. ἀνεδεξάμην эп. ἀνεδέγμην)1) принимать (в себя)(δούρατα Hom.; θερμότητα Plut.)
2) переносить, выносить, терпеть(ὀϊζύν Hom.; πόλεμον Polyb.; πολλὰς πληγάς Plut.)
3) перенимать, получать(τι παρά τινος Eur.; τὸν κλῆρόν τινος Plut.)
4) (тж. εἰς и ἐφ΄ ἑαυτόν) принимать, брать на себя(αἰτίαν Plat.; στρατηγίαν Plut.)
ἀναδεξάμενος (sc. λόγον) ἔφησεν Polyb. — взяв слово, он сказал5) обещать(ποιεῖν τι Her., Xen., Plut.)
τὸν πόλεμον πολεμήσειν ὑπέρ τινος ἀναδέξασθαι Dem. — обязаться воевать за кого-л.;ἀ. τοὺς δανειστάς Plut. — задолжать заимодавцам6) давать ручательство, ручаться(ἀ. τινί τι Polyb.)
ἀ. τινι Thuc. — заверять кого-л.;ἀ. τινα τῶν χρημάτων Polyb. — поручиться за уплату кем-л. денег7) поджидать(τινα Polyb.)
-
3 δυσδιαθετος
2с трудом устраиваемый, трудный, хлопотливый(κτῆμα Men.; πρᾶγμα Plut.)
δυσδιάθετον ἦν αὐτῷ τὸ περὴ τοὺς δανειστάς Plut. — ему туго приходилось от кредиторов -
4 ἀναδέχομαι
ἀναδέχομαι, [tense] fut. - δέξομαι: [tense] aor. ἀνεδεξάμην, [dialect] Ep. [tense] aor. ἀνεδέγμην (v. infr.): [tense] pf. [voice] Pass. ἀναδέδεγμαι:—A take up, catch, receive, σάκος δ' ἀνεδέξατο πολλά (sc. δόρατα) Il.5.619;ἀ. πληγὰς εἰς τὸ σῶμα Plu. Tim.4
;βέλη τῷ σώματι Marc.10
.2 receive, entertain as a guest, Act.Ap.28.7.II take upon oneself, submit to, ἀνεδέγμεθ' ὀϊζύν Od.17.563, cf. Archil.60;ἁμαρτήματα D.19.36
;πόλεμον Plb.1.88.12
;ἀπέχθειαν Plu.Eum.6
;ἀ. τι ἐφ' ἑαυτόν D.22.64
, cf. Din.1.3: abs., acknowledge one's evidence, of an absent witness, D.46.7.2 accept, receive,ἀγγελίαν Pi.P.2.41
(al. - δείξατ') ; λουτρὰ.. μητρὸς ἀνεδέξω πάρα E IT818; χορηγίας, ἡγεμονίαν, Plu.Arist.1,23;τὸν κλῆρον Cic.43
;τῶν σωμάτων τὰ μανὰ ἀ. θερμότητα Cat.Mi.61
(dub.); accept a statement, Them.in Ph.77.8.4 undertake to say or do, c. [tense] fut. inf., Hdt.5.91, X.Cyr.6.1.17, etc.: c. [tense] aor. inf., Plu. Arist.14.b undertake, c. acc., S.Ichn.157;ὅσα ὑπισχνεῖτο καὶ ἀνεδέχετο D.35.7
; take upon oneself, ; πρεσβείας, κινδύνους, OGI339.20 (Sestos, ii B. C.), 441.9 (Stratonicea, i B. C.).5 give security to one,τινί Th.8.81
;τινί τι Plb. 11.25.9
; go bail for,τινά Thphr.Char.12.4
;τινὰ τῶν χρημάτων Plb.5.16.8
; ἀ. τοὺς δανειστάς undertake to satisfy them, Plu.Caes.11; ἀ. τὴν πίστινὑπέρ τινος Id.Phoc.14
: abs., Leg.Gort.9.24,41.6 take back, D.59.58.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀναδέχομαι
См. также в других словарях:
φυγαδεύω — ΝΜΑ, και φυγαδείω Α [φυγάς, άδος] νεοελλ. βοηθώ κάποιον να διαφύγει, να δραπετεύσει μσν. αρχ. 1. εκδιώκω, εξορίζω («οὔτε... κτείνειν ἢ φυγαδεύειν οὐδ ὀστρακίζειν... τὸν τοιοῡτον πρέπον», Αριστοτ.) 2. τρέπω σε φυγή («φυγαδεύοντας τοὺς δανειστάς»,… … Dictionary of Greek
συγχωρώ — συγχωρῶ, έω, ΝΜΑ, και συχωρώ και σ(υ)(γ)χωρνώ και σχωρώ, άω, Ν [χωρῶ] 1. απαλλάσσω κάποιον από σφάλμα του, παρέχω συγγνώμη, δίνω άφεση αμαρτιών (α. «σού τό συγχωρώ για τελευταία φορά» β. «συγχωρεῑν ἁμαρτήματα», Αποφθεγμ. Πατέρ.) 2. επιτρέπω (α.… … Dictionary of Greek